Ο Ντέιβιντ Χιουμ (David Hume) (1711-1776), ο σημαντικότερος στοχαστής του σκωτικού διαφωτισμού, είναι ο πρώτος στην ιστορία της φιλοσοφίας ο οποίος επιχείρησε την εμπειρική θεμελίωση της «Επιστήμης του ανθρώπου» εισάγοντας την «πειραματική μέθοδο συλλογισμού στα ηθικά θέματα». Γεννήθηκε στο Εδιμβούργο από οικογένεια εμπόρων και, χάνοντας από πολύ νωρίς τον πατέρα τους, ο ίδιος και τα αδέλφια του μεγάλωσαν μόνο με την αφοσιωμένη φροντίδα της μητέρας τους. Από νωρίς στράφηκε με ιδιαίτερη θέρμη στη μελέτη κειμένων της κλασικής γραμματείας, όπως του Κικέρωνος, του Σενέκα, του Λουκρητίου και του Πλουτάρχου, και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Το 1734 μετέβη στην πόλη La Fleche της Anjou, στο κολέγιο της οποίας είχε σπουδάσει ο Καρτέσιος, όπου επιδόθηκε στη συγγραφή, και κατόπιν επέστρεψε στο Λονδίνο για να δημοσιεύσει, σε ηλικία 28 ετών, το πρώτο και μεγαλύτερο φιλοσοφικό έργο του, Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση (1739-40). Η καινοτομία των απόψεών του προκάλεσε την απορριπτική κριτική των συγχρόνων του, οι οποίοι του απέδωσαν τον χαρακτηρισμό του άθεου και ακραίου αγνωστικιστή. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει τον Σκώτο φιλόσοφο σε νέα συγγραφή του έργου, Έρευνες για την ανθρώπινη νόηση και για τις αρχές της ηθικής (1748, 1751), στο οποίο θα αμβλύνει φραστικά τη σκεπτικιστική οξύτητα ορισμένων από τα συμπεράσματα της Πραγματείας, χωρίς ποτέ, όμως, να εγκαταλείψει τις θεμελιώδεις θέσεις του «νεανικού» του έργου. Στη συνέχεια δημοσιεύει τα Ηθικά, πολιτικά, φιλολογικά δοκίμια (1741-52), τις Τέσσερις διατριβές, στις οποίες περιλαμβάνεται η Φυσική ιστορία της θεολογίας (1757), και τους έξι τόμους της Ιστορίας της Μεγάλης Βρετανίας (1754-1762). Το 1763 υπηρετεί στη Βρετανική Πρεσβεία του Παρισιού μέχρι το 1769, οπότε και επιστρέφει στη Σκωτία, για να αποσυρθεί και να συγγράψει τους Διαλόγους για τη φυσική θεολογία και την Αυτοβιογραφία μου, τα οποία δημοσιεύονται μετά το 1776, έτος του θανάτου του.